Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐν συμφοραῖς

См. также в других словарях:

  • συμφοραῖς — συμφορά bringing together fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμφοραῖς — συμφοραῖς , συμφορά bringing together fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • бѣда — БѢД|А (640), Ы с. 1.Беда, бедствие, несчастье: Въ влънахъ житиискахъ ѥси. въ боури ли морьскѣи бѣдоу приѥмлеши. показаю ти с҃ноу мои. истиньна˫а пристанища. Изб 1076, 14; она же соуща въ такои бѣдѣ много мол˫астас˫а ст҃ыма страстотрьпьцема. СкБГ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • VIR — avex vi, quod viribus praestet; an a Virtute; an ex Hebraeo Gap desc: Hebrew per aphaeresin; an a Vireo? quatuor modis intelligitur, Sexu, quô nascitur ut masculus sit; Aetate, quâ differt a puero; Lege, quâ maritus; Animô, quô in suo etiam sexu… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εξαπίναιος — ἐξαπίναιος, α, ον και ἐξαπιναῑος, α, ον και ἐξαπίναῑος, ον (Α) [εξαπίνης] αιφνίδιος, ξαφνικός («ἐξαπιναίαις συμφοραῑς», Δίων Κάσσ.). επίρρ... ἐξαπιναίως αιφνίδια, ξαφνικά …   Dictionary of Greek

  • επιπομπεύω — ἐπιπομπεύω (Α) [πομπεύω] τελώ πομπή, κάνω θρίαμβο, και επομένως χαίρομαι, πανηγυρίζω («ταῑς τῆς πατρίδος ἐπιπομπεύειν συμφοραῑς», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • επολοφύρομαι — ἐπολοφύρομαι (Α) [ολοφύρομαι] θρηνώ, οδύρομαι για κάτι («ἐπολοφύρεσθαι ταῑς τῆς πατρίδος συμφοραῑς», Ιώσ.) …   Dictionary of Greek

  • εφήδομαι — ἐφήδομαι (Α) 1. επιχαίρω, χαίρομαι για κάτι κακό, χαιρεκακώ («ἐν μὲν ταῑς συμφοραῑς πλείστους ἔχει τοὺς ἐφηδομένους», Δίων Χρυσ.) 2. χαίρομαι, ευχαριστιέμαι («οὐκ ἐπιτήδειος ὁ καιρὸς ἐφησθῆναι», Δημοσθ.) 3. (σπαν. και με καλή σημασία) αισθάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • εύανδρος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αρκαδίας, γιος του Ερμή και της Θέτιδας. Η λατρεία του, που σχετιζόταν με τον Πάνα, είχε εντοπιστεί περισσότερο στο Παλλάντιο, τον τιμούσαν όμως και στην Τεγέα, στον Φενεό και στην Κυλλήνη. Ήρθε, σύμφωνα με την… …   Dictionary of Greek

  • καθαμαξεύω — (Α) 1. κατατρίβω με τους τροχούς τής άμαξας 2. μτφ. πιέζω, συνθλίβω, συντρίβω («καθημάξευσε ταῑς συμφοραῑς», Ευνάπ.) 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καθημαξευμένος, η, ον α) διεφθαρμένος β) κοινός, συνηθισμένος, τετριμμένος, πεπατημένος γ) (για …   Dictionary of Greek

  • καταξιώνω — (AM καταξιῶ όω) θεωρώ κάποιον άξιο, κρίνω κάποιον άξιο για κάτι (α. «τόν καταξίωσε ο θεός να δει τα παιδιά του επιτυχημένους ανθρώπους» β. «μεγάλης αὐτὸν ἀποδοχῆς καταξιῶσαι», Διόδ.) νεοελλ. αναγνωρίζω την αξία κάποιου, δικαιώνω («αυτή η εξέλιξη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»